οι παλιοί και οι νέοι κάτοικοι, το πνεύμα του τόπου, η αρμολογημένη μνήμη, ο κυκλικός χρόνος, τα εύκολα καλοκαίρια και οι δύσκολοι χειμώνες
του Γιάννη Κωσταρή
Ο άνθρωπος κατοικεί όταν μπορεί να προσανατολιστεί μέσα σε ένα περιβάλλον και να ταυτιστεί με αυτό ή όταν νιώθει ότι το περιβάλλον που βιώνει έχει νόημα. Κατοίκιση σημαίνει ότι οι χώροι όπου εκτυλίσσεται η ζωή είναι τόποι με την πλήρη σημασία του όρου
Christian Norberg-Schlz από το βιβλίο του Genius Loci Το Πνεύμα του Τόπου
εισαγωγή
Στο χωριό, ο άλλος, είναι συνήθως γνωστός, μαζί του κουβαλά την ιστορία του η οποία χωρίς να το θέλεις σαν άλως εμφανίζεται γύρω του, οι κινήσεις και τα λόγια του σπάνια ξεφεύγουν από τον ήδη γνωστό κόσμο του. Στη μικρή κοινωνία του χωριού, ο καθένας παίζει το γνωστό του ρόλο και είναι δύσκολο να ξεφύγει από αυτόν. Κινείται με ασφάλεια στο οικείο του χώρο και στον κυκλικό του χρόνο, συνηθίζει στην επανάληψη και φοβάται τις αλλαγές, γνωρίζει πολλά περισσότερα από αυτά που χρειάζεται ο καθημερινός του ρόλος αλλά μάλλον δεν του έχουν χρειαστεί ποτέ και σχεδόν τα έχει ξεχάσει.
Οι περισσότεροι μόνιμοι κάτοικοι έχουν στοιχίσει τις φιλοδοξίες τους στα όρια του χωριού ή του νησιού. Κοινωνία προφυλαγμένη στην ασφάλεια που είναι καταχωρημένη στο συλλογικό ασυνείδητό της, δεν επιτρέπει, χωρίς να χρειαστεί να το δηλώσει, να κινηθεί τίποτα. Το ερώτημα ποιο είναι το νόημα της ζωής δε χρειάζεται να απαντηθεί γιατί όλα πατούν πάνω στον άχρονο χρόνο της μικρής προφυλαγμένης κοινωνίας· μονάδα μέτρησης είναι πάντα τα τέσσερα χιλιόμετρα του χωριού από τη θάλασσα.
πρώτο μέρος
Ο χρόνος του χωριού ήταν κυκλικός, δηλαδή δεν υπήρχε· οι ζωές ήταν συντονισμένες με τα τύμπανα των έθιμων, με τις θρησκευτικές-παγανιστικές γιορτές· ελάφρενε ο βίος, χορός στην τραγωδία του ενός, οι χωριανοί του· τώρα που παρόν δεν υπάρχει, μονάχα πέτρες, γάτες και φύλλα, σκεπασμένα από τον πέπλο της ησυχίας, οι εναπομείναντες, με τη φλόγα να λάμπει ακόμα στα γερασμένα τους μάτια, ξεκουβαριάζουν τη μνήμη τους.
«Σα σήμερα ανάβαμε φωτιές και σαν αύριο, ανήμερα, είχαμε τον κλύδωνα, δηλαδή σ’ ένα σταμνί, σ’ ένα μαστραπά, ρίχνανε οι κοπέλες κάτι ασήμαντο, ας πούμε ένα κουμπί και κάποιος ταίριαζε στιχάκια· εξέρανε ποιά είδηξεν τι κι άμαν ήβγενε το δικό της της λέανε στιχάκια για να την πειράξουνε»· λένε ακόμα για τις καντάδες και τους ματαιωμένους έρωτες. Κάποιες από τις ιστορίες, τις είχα ξανακούσει· πολλοί παντρεύτηκαν λάθος άνθρωπο, κάποιοι έφυγαν μετανάστες για αυτό το λόγο και δεν γύρισαν ποτέ πίσω· κάθε άνθρωπος και μια ανομολόγιτη ιστορία πάθους που θα την πάρει μαζί του. Όσο αυστηρά και να ήταν τα ήθη και κλειστές οι κοινωνίες, οι άνθρωποι ερωτεύονταν, παρέβαιναν τους κανόνες, έκαναν του κεφαλιού τους φτιάχνοντας μια κρυφή βιογραφία. Όλοι τα μάθαιναν όλα αλλά στον αφρό της μέρας δεν έβγαινε τίποτα, κρυφά και ψιθυριστά άντρες και γυναίκες φιλούσαν τα δικά τους εικονίσματα.
Αρχή καλοκαιριού παραμονή του Άη Γιάννη, δώδεκα τη νύχτα· το γατάκι του Μιχάλη κυνηγά μάλλον απορημένο μια κατσαρίδα· τριγύρω, αρμολογημένες πέτρες και γουάι-φάι.
δεύτερο μέρος
Η ζωή προχωρά ερήμην μας κι αλλάζει για να μένει ζωντανή. Οι ‘αυλές’ των ζώων, αναπαλαιώνονται από μετανάστες με τον έλεγχο της αρχαιολογικής υπηρεσίας και μετατρέπονται σε θερινές κατοικίες για ανθρώπους που μεγάλωσαν στην Αθήνα και τη δυτική Ευρώπη. Το άλως της ιστορίας, απαλλαγμένο από το άχθος είναι ελκυστικό.
Ο ιστορικός χώρος του οικισμού τις τελευταίες δεκαετίες είναι κενός· οι περισσότεροι μόνιμοι κάτοικοι δεν έχουν πια ουσιαστική σχέση μαζί του, ζουν παραέξω σε καινούργια ευρύχωρα σπίτια και οι μετανάστες που ζουν μέσα στο χωριό εκτός από την οικονομική σχέση, μάλλον δεν επιδιώκουν καμία άλλη· έτσι το χωριό, οι πέτρες και τα στενά του, κουβαλώντας φορτίο αιώνων συνεχόμενης ανθρώπινης παρουσίας και δράσης είναι πια κενός χώρος, άδειο κέλυφος.
Αυτό το πεδίο, αυτός ο οριοθετημένος πολεοδομικά και σημασιοδοτημένος ιστορικά χώρος, ασφαλής και ταυτόχρονα καθαρός από χρήσεις στο παρόν του αποτελεί ιδανικό τοπίο, σκηνικό χώρο διακοπών-κάθαρσης και ελεύθερο πεδίο δράσης χωρίς αντιδράσεις και παρεμβολές για τους καλοκαιρινούς επισκέπτες και κυρίως για όσους έχουν αγοράσει-ανακατασκευάσει παλιές κατοικίες. Οι καλοκαιρινοί κάτοικοι-ιδιοκτήτες, αφήνουν χρήματα στο χωριό, σε καταστήματα, καθαρίστριες, εργάτες κτλ αλλά ένας οικισμός είναι και πολλά άλλα εκτός από τις οικονομικές συναλλαγές. Η κοινωνική του ζωή διαμορφώνεται από την πάλη των ανθρώπων τόσο μεταξύ τους όσο και με το χώρο και το χρόνο και κυρίως η ζωή του συνεχίζεται όλο το χρόνο. Οι καλοκαιρινοί κάτοικοι χρησιμοποιούν-οικιοποιούνται τον ιστορικό χώρο και χρόνο του χωριού, περνούν όμορφα τις μέρες και τις νύχτες τους αλλά στην ιστορική συνέχεια του οικισμού, στο τελετουργικό της ζωής του οι περισσότεροι μάλλον σφυρίζουν αδιάφορα· έχουν φυσικά το άλλοθι της συντήρησης των κατοικιών.
Σπουδαία η συντήρηση των κατοικιών, με πρόσημο μέλλοντος αλλά όταν το καλοκαίρι τελειώνει και όλοι επιστρέφουν στην κανονικότητα τους, τα σπίτια κλείνουν και τα πλαστικές καλύμματα στα πορτοπαράθυρα διατηρούν το σκηνικό ανέπαφο για το επόμενο καλοκαίρι. Οι ντόπιοι που ακουλουθούν τους μήνες στο χωριό και επιστρέφουν στην απροσδιόριστη μελαγχολία τους είναι η σκηνική λεπτομέρεια που επιβεβαιώνει ότι όλα είναι αληθινά.
επίλογος
Ο σεβασμός προς το γείτονα και τις πέτρες που μας φιλοξενούν είναι αυτονόητος. Ο καθένας είναι ελεύθερος να δημιουργεί οποιαδήποτε σχέση επιθυμεί με τον τόπο που έχει επιλέξει. Όσο πιο καθαρή είναι αυτή η σχέση κι όσο προσπαθεί ο καθένας να καταλάβει, γιατί είναι εδώ και όχι κάπου αλλού και ποιό είναι το πνεύμα αυτού του τόπου, τόσο καλύτερα θα μπορεί να βιώσει τις μέρες και τις νύχτες του. Με το να λέμε οτι «εδώ είναι το χωριό μου», απλώς εκφράζουμε την ανάγκη μας.
Είναι αργά τη νύχτα, κάθομαι έξω από το μπακάλικο, στην μέσα πλατεία. Ησυχία, το χωριό ακίνητο σα φωτογραφία. Είμαστε πια στην άκρη του καλοκαιριού, πέρασε η φούρια του Aυγούστου και όλοι σχεδόν οι καλοκαιρινοί επισκέπτες και κάτοικοι έχουν επιστρέψει στη βάση τους. Μέσα στο Σεπτέμβρη οι ντόπιοι θα σαλαγιάσουν στον κύκλο του χρόνου για να βαδίσουν συντονισμένα προς τον χειμώνα.
υ.γ.
Βράδυ στο χωριό, οι δρόμοι φωτισμένοι για τις γιορτές του Αυγούστου, ανέβηκαν ένα στενό και έστριψαν αριστερά στην κατεύθυνση του σπιτιού τους, περπατούσαν με γρήγορο συντονισμένο βηματισμό. Ο άντρας πέρασε το χέρι του στην πλάτη της γυναίκας αμέσως το ίδιο έκανε και εκείνη και με φυσικότητα των ανθρώπων που έχουν δοκιμαστεί στο χρόνο συνέχισαν αγκαλιασμένοι. Πριν χρόνια αγόρασαν σπίτι στο χωριό, μεγάλωσαν εδώ τα παιδιά τους, επέστρεψαν στην αθήνα και τώρα έρχονται τα καλοκαίρια. Έχουν τη σταλαγμένη γλύκα αυτών που θρέφονται από την ορμή της ζωής.
Ξαφνιάστηκα ευχάριστα, σπάνια στο χωριό να δω τέτοια σκηνή με ζευγάρια που έχει περάσει η κόψη του χρόνου πάνω τους και μετά από τριάντα χρόνια το πιο φυσικό που έχουν να κάνουν είναι να αγκαλιάζονται.
*οποιαδήποτε σχέση με πραγματικά χωριά και ανθρώπους είναι αληθινή
θα επανέλθω
αφορμή για το κείμενο
οι μεταμεσονύκτιες καλοκαιρινές κουβέντες μας
με τον γιώργο μ. έξω από το μαγαζί
Συζήτηση4 Σχόλια
ένα εξαιρετικό κείμενο, απο τα πιο ωραία που διάβασα τελευταία!
Πολύ ωραίες και οι φωτογραφίες, ειδικά αυτή που το φως σπάει στην κουρτίνα.
το χωριό κάνει τους δυο κόσμους, τους τόσο διαφορετικούς, κάθε καλοκαίρι να συναντώνται. Μόνο τότε προβάλλουν οι αντιθέσεις. Είναι αλήθεια ότι αυτό γίνεται άγαρμπα και υπάρχει και από τις δυο πλευρές αμηχανία. Θα ήταν καλύτερα οι Αθηναίοι να πηγαίνουν για διακοπές στα ξενοδοχεία; Μάλλον κανείς δεν το υποστηρίζει. Ίσως αυτή η συνάντηση – πρόκληση κάτι να δώσει στο τέλος.
Μήπως τελικά οι διαφορές δεν είναι και τόσο μεγάλες; Ας περιμένουμε μερικά χρόνια να δούμε τα πρώτα αποτελέσματα. Είναι σίγουρο ότι πάντα επιθυμείς εκείνα που δεν έχεις. Ως προς αυτό και οι δυο πλευρές είναι πάτσι. Έχουν και δεν έχουν πολλά. Μακάρι να υπήρχε τρόπος να τα ανταλλάσσανε.
Θάνος … λίγο του χωριού και πιο πολύ της Αθήνας
Άρα τί προτίνει ο κ. Κωσταρής για εμάς τους Αθηναίους και κάτοικους της Δυτικής Ευρώπης που παραθερίζουμε στο χωριό; Να μην ερχόμαστε ή να γίνουμε μόνιμοι κάτοικοι; Θέλω να ξέρω, γιατί το επόμενο καλοκαίρι που έχω 2 βδομάδες άδεια σκόπευα να ξοδέψω ένα μηνιάτικο σε αεροπορικά για να έρθω από το εξωτερικό! Ξέρετε, δεν θέλω να έχω τύψεις μετά ότι η αποχώρησή μου θα συμβάλλει στην «απροσδιόριστη μελαγχολία» του Σεπτεμβρίου για τους ντόπιους…
Που θέλω να καταλήξω: εκτός αν το κείμενο πρέπει να διαβαστεί καθαρά για τη λογοτεχνική του αξία δεν καταλαβαίνω σε τί αποσκοπεύει. Πέραν φυσικά απ’το να εκφράσει την μιζέρια του κ. Κωσταρή και να σπείρει περαιτέρω διχόνοια ανάμεσα στο ήδη — απ’όσο φαίνεται απ’τα έμεσα παράπονα του κ. Κωσταρή — τεταμένο κοινωνικό κλίμα του χωριού.
Ένας Έλληνας εξ Αμερικής.