γράφει η Καλλιόπη Λιαδή
Τις προάλλες επισκέφτηκα στην Αθήνα την έκθεση «Περιμένοντας το καλοκαίρι» της συγχωριανής ζωγράφου Αφροδίτης Σεζένια. Εκεί, πάνω στους γκρίζους υποφωτισμένους τοίχους, το καλοκαίρι είχε ήδη έρθει! Στιγμιότυπα από ανέμελες παρέες παιδιών που κάνουν αγώνες στις βουτιές και στα μακροβούτια. Πλατσουρίσματα στο νερό. Λαχταριστά φραγκόσυκα που ωριμάζουν στον ήλιο. Θάλασσα λάδι καλοκαιρινού απομεσήμερου. Όλα είχαν αποδοθεί με γενναιόδωρες πινελιές μπλε, πράσινου κίτρινου και άσπρου, με έντονες εναλλαγές φωτός και σκιάς. Ζέστη και φως στη σκιερή ακόμα πόλη.
Ήρθε η κουβέντα για τις τολμηρές βουτιές στα άγρια κύματα από τα βράχια του μύλου, στα Καρδάμυλα. Για εκείνη που άφησε ένα τόσο δα σημαδάκι δίπλα από το φρύδι. Για την άλλη που είναι τώρα ένα μακρονήσι στην κοιλιά και στοίχισε ένα μήνα μακριά από τη θάλασσα μέχρι να γιάνει.
Ήταν ο παράδεισος της ελευθερίας και της χαράς τα καλοκαιρινά μπάνια! Μετά το μεσημεριανό μπάνιο όμως έφθανε η οδυνηρή ώρα του υποχρεωτικού απογευματινού ύπνου. Για ένα ήμουν σίγουρη: είχε εφευρεθεί για να μπορούν να κοιμούνται οι μεγάλοι χωρίς τις οχλήσεις από τις τσιριχτές μας φωνές, τον κούφιο ήχο της μπάλας ή το κουδουνάκι του ποδηλάτου.
Αποτελούσε μια ξεχωριστή ιεροτελεστία της κάθε πολύτιμης καλοκαιρινής μέρας. Ξεκινούσε με την υπενθύμιση της υποχρέωσης και συνέχιζε με εντολές, αλλεπάλληλες αρνήσεις, διαμαρτυρίες ακόμα και με απώλεια ακοής του εντολοδόχου για να συνεχίσει με την τρομερή προειδοποίηση: σε λίγο θα περάσει ο μεσημεράς!
Αυτόν, τον μεσημερά, τον φανταζόμουν ντυμένο με μακριά άσπρη πουκαμίσα και φαρδύ άσπρο παντελόνι, μελαχρινό, με μαύρα μαλλιά και χαμογελαστό. Ήμουν σίγουρη ότι το μόνο που θα ήθελε ήταν ένα ποτήρι κρύο νερό και όχι να τιμωρήσει ένα πεισματάρικο κοριτσάκι που δεν πήγαινε για ύπνο την ώρα που του ζητούσαν οι μεγάλοι. Και τον έλεγαν Αλή.
Την εικόνα αυτή την είχα δημιουργήσει από τις αφηγήσεις της θείας μου της Κικής. Όταν στον πόλεμο έφυγαν από τη Χίο για τη Μέση Ανατολή, πέρασαν με βάρκα στο νησί της Παναγιάς απέναντι, από εκεί στη Σμύρνη και μετά για το Χαλέπι της Συρίας. Από εκεί με τον σιδηρόδρομο έφτασαν στη χερσόνησο του Σινά, στις πηγές του Μωυσή. Στην έρημο απέναντι από το Σουέζ έμεναν στους προσφυγικούς καταυλισμούς.
Στο τραίνο, η δωδεκάχρονη Κική, που είχε αποκοιμηθεί στο βαγόνι, ξύπνησε έντρομη, στη θέα του δικού της μεσημερά. Την κοίταζε «με τα μεγάλα μαύρα μάτια του». Της χαμογελούσε κι έβλεπε «τα κάτασπρα, γυαλιστερά δόντια του» και νόμιζε ότι θα την αρπάξει και θα την κάνει μια χαψιά. Ήταν η πρώτη φορά που η μικρή Κική έβλεπε τόσο σκουρόχρωμο άνθρωπο. Εκείνος όμως αντί να ανοίξει το στόμα του, άνοιξε ένα μικρό πουγκάκι και της πρόσφερε καραμέλες. Τον έλεγαν Αλί και ήταν από ένα χωριό δίπλα από τον Φιράτ, τον ποταμό Ευφράτη. Με τη θεία και τον μπαμπά της, τον παππού μου, μιλούσαν με τις λίγες γαλλικές λέξεις που ήξερε ο καθένας τους κι γίνηκαν φίλοι.
Η θεία η Κική μένει τώρα στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, γιατί εκεί εργάζονται οι δύο γιοί της. Έχει έναν βοηθό, τον Αλί. Της κάνει τα ψώνια, την πάει βόλτα με το αυτοκίνητο, την βοηθάει να μετακινηθεί. Μιλάνε στα ελληνικά και τα αγγλικά με τις λίγες λέξεις που ξέρει ο καθένας τους στην άλλη γλώσσα.
Τον Αλή του τραίνου, σκεφτόμουν κάθε φορά που άκουγα για τον μεσημερά, κι άφηνα τους μεγάλους να πιστέψουν ότι η απειλή τους έπιανε. Υπάκουα και κάπως έτσι ολοκληρωνόταν η ιεροτελεστία του μεσημεριανού ύπνου. Με την πιο όμορφη στιγμή της! Το σκέπασμα με το σεντόνι:
Το ντιβανομπάουλο είχε ανοίξει. Το κατωσέντονο και το μαξιλάρι ήταν στη θέση τους. Εγώ φορώντας το νυχτικό μου ξάπλωνα και καμωνόμουν ότι έχω μούτρα. Τότε δύο αγαπημένα χέρια, με μια μαγική κίνηση, άπλωναν πάνω μου το δροσερότερο σεντόνι του κόσμου! Σίγουρα, μόνο και μόνο για τη στιγμή αυτή υπέκυπτα στις μεσημεριάτικες απειλές: για το δροσερό άγγιγμα του σεντονιού που σχίζοντας τον αέρα της κάμαρας έπεφτε απαλά στο ζεσταμένο από το κατακαλόκαιρο σώμα.
Ποτέ δεν εμφανίστηκε ο μεσημεράς. Κάποιο μεσημέρι όμως εμφανίστηκε μια γυναίκα. Ως συνήθως προσπαθούσα μάταια να με πάρει ο ύπνος, όταν ακούστηκε μια άγνωστη γυναικεία φωνή στην κουζίνα. Μετά η φωνή της γιαγιάς μου που προσπαθούσε να την αποτρέψει να προχωρήσει στο υπόλοιπο σπίτι, εκεί που βρισκόμουν εγώ δηλαδή, που όπως φαινόταν, για κάποιο λόγο, το είχε βάλει σκοπό. Η διαμάχη συνεχίστηκε για μερικά λεπτά, κι εγώ σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και την είδα, τη γυναίκα με τα σκούρα ρούχα και τα ξανθά μαλλιά που η γιαγιά απομάκρυνε λέγοντας «σε παρακαλώ, κυρά μου, άμε στην ευχή του Θεού».
Ένιωσα μεγάλη περηφάνια και ασφάλεια που η γιαγιά μου με προστάτεψε. Και παίρνοντας θάρρος, εμφανίστηκα και ρώτησα γιατί έδωσε ευχή στη γυναίκα. Μου αποκρίθηκε: «Ο καλός λόγος είναι δυνατός και μόνο καλό φέρνει».
Υ.Γ.Τα έργα της Αφροδίτης Σεζένια θα ταξιδέψουν στα Κύθηρα τον Σεπτέμβριο.