γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Ουρανός γκρίζος. Όπως εκείνος που λέει «θα βρέξει δε θα βρέξει» κι έπειτα χωμάτινες σταγόνες μας συνθλίβουν. Όπως εκείνος που λέει «θα σας σώσω καημένοι». Ποικιλοτρόπως. Από πίσω κι από μπρός, που λένε κι οι αθυρόστομοι στο καφενείο. Με κουβέντες πολλές, με τηλέφωνα, με άστα να πάνε συνεννοήσεις. Με φίλους στα ζόρια, με την απόσταση στα μίλια, με τα φράγκα στο μηδέν… σχεδόν. Ναι ρε και με καθόλου φράγκα. Με χαμόγελα. Με γέλια, με μια χαρμολύπη του κερατά… Σαββατοκύριακο, ζαριά τρελή στη διάλυση της εβδομάδας… πως τη διαλύσαμε έτσι ρε φίλε τη ζωή μας; Με καινούργιες φωνές, γιορταστικά να γνωριζόμαστε στο ακουστικό. Με σωτήρες και λοιπές γελοιότητες στα γήπεδα και στις ολομέλειες. Με καλαμπούρια και τις δυνατές οσμές της αναχώρησης και της επιστροφής. Με αποχωρήσεις από τη ζωή αγαπημένων ανθρώπων. Με διαβάσματα όμορφα και τραγούδια ακόμα πιο ωραία. Είναι όπως πάντα, αναπόδραστη αυτή η διστακτική άνοιξη… θα έρθει; Δεν θα έρθει; Μήπως να πάρουμε πετρέλαιο, μήπως ξανακάνει κρύο. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω, αλλά δεν υπάρχει στασίδι του «δεν ξέρω δεν απαντώ» στην εκκλησία των σωτήρων. Μιλώ. Σαν την κομμένη κεφαλή κι εγώ. Αυτό μας έχει μείνει, να μιλάμε. Σ’ αυτό το σύννεφο της αυταπάτης χαμένοι… εξατμισμένοι. Προσπαθώ να δώσω, αγάπη μου, απαντήσεις: θα τελειώσει ο χειμώνας, θα ανοίξει ο καιρός και θα κολυμπήσουμε ξανά το καλοκαίρι από νωρίς… σε παγωμένα νερά και σε καυτές πέτρες από τον ήλιο. Εκεί θα ξαπλωθούμε. Εκεί χωρίς διαπραγμάτευση και σε λίγες σκηνές. Πάω να ακούσω ένα τραγούδι. Στο γουόκμαν, από κασέτα. Όπως τις τυλίγαμε με το στιλό στο σταθμό Santa Maria Novella Firenze. Νύχτα περιμένοντας τρένο για τη Ρώμη.