Μια χιώτισσα Ζμυτιλήν’

0

Σ’ ήφαενε ευτή η φιλονάδα σου η Όργα: Έλα ζμυτιλήν’ κι έλα ζμυτιλήν’ κι είπες κακά ψυχρά… ήτανε και το τριήμερο την επήρες την απόφαση… Ήνοιξες τον χοτζερέ επήρες τον παρά και το παπόρι κι επήες.

Σε παρέλαβε η Όργα και σ’ ήβαλε στην κούρσα κι αρχίσατενε τις βότες. Ήτανε και η 25η Μαρτίου, όλοι πηγαίνανε για την παρέλαση με τις τοπικές φορεσιές. Βρε τι ωραίες βράκες φορούν εδώ οι γυναίκες, μετά τις κάνεις και τραπεζομάντηλο μ’ ευτό το ωραίο καρουδάκι το κόκκινο… που ‘ναι τα χιώτικα τα πλουμίδια και τα κεντίδια, εσκέφτηκες μα δεν το ‘πες…

Και τώρα θα σε πάω στο χαμάμ, μου ‘πενε η  σωφεράτζα. Κι εξεκινήσαμε να πηγαίνομε. Βρε κόρη μου, άλλα δέντρα εξόν από εγιές εν έχετε; Ε’ μου απάντησε… Εμπήκαμε στο χαμάμ, εζεματιστήκαμε, άμα ήμεστενε όρνιθες θα ‘χαμενε ξεπουπουλιαστεί αλλά βγήκαμε φρεσκαδούρες και επήραμε πάλι τους δρόμους.

Εκεί που πηγαίναμε, μας ήπεσενε το ζάχαρο, εσταματήσαμε να πάρουμε το κατιτίς μας από ένα φημισμένο ζαχαροπλαστείο. Τι φημισμένο που μασουράκια εν είχενε; Ζητάμε το λοιπό κάτι άλλο και τι μου λέει ο ζαχαροπλάστης; Ό,τι θέλεις μωρό μου. Τιιιιιιι; Μπροστά στη γυναίκα του και την κόρη του; Τα μούτρα μου επέσανε αλλά ευτυχώς το κατάλαβενε η Όργα και μου ψιθύρισε στ’ αυτί, μη λολαγκρίζεσαι, δεν εννοεί αυτό που νομίζεις. Έτσι λένε εδώ όλοι τους άλλους. Εδώ δεν έχει γιουκάκια και κόρες, έχει μωρέλια.

Και βρε κόρη μου για πε μου πώς τους λένε γκασμάδες; Και τι μου αποκρίνεται; Ότι λέει, σύμφωνα με την παράδοση, όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, φώναξαν με τα μεγάφωνα τους ντόπιους να βοηθήσουν στις εργασίες φέρνοντας μαζί του ο καθένας τα δικά του εργαλεία. Οι περισσότεροι πήγαν με τους (γ)κασμάδες τους! (κι όχι π.χ. με φτυάρια ή με τσάπες)*.

Καλά ούργιοι είναι; Δεν έχει ούργιους εδώ μόνο γκασμάδες.

Άστα τώρα αυτά να πάμε για ένα ουζέλι που έχει και ωραία μεζεδέλια με μια ωραία παρεούδα. Έτσι μου ‘πενε η φιλονάδα μου και κοίταξα δεξιά αριστερά, ήψαχνα βοήθεια. Ίντα ‘παθες κόρη μου και μιλείς έτσι δα; Τίποτι εν ήπαθα, μου λέει, για να δεις πώς μιλούνε εδώ στα λέω έτσι.  Πάμε το λοιπό να πιούμενε ένα ουζέλι και το μαστέλο ούτε που το εξέρανε. Είχανε λαδοτύρι! Εμ, με τόσες εγιές το λάδι το κάνουνε και τυρί σάμπου φαίνεται!

Παίρνουμε πάλι το δρόμο και πηαίνομε πηαίνομε κι ούτε μια γέφυρα μισοτεγειωμένη ε’ βλέπουμε. Εδώ εν τους αρέσει η ανάφτυξη ως φαίνεται. Αλλά από εκκλησιές μια χαρά πάνε. Μόνο που εδώ την Αγιά Μαρκέλλα τως τηνε λένε Η Ταξιάρχς!!!

Και δεν ηξέρω πόσες άλλες διαφορές ή κοινά μπορεί να έχουνε η Λέσβος και η Χιός, στα φαγιά, στη ρακή, στις εκκλησιές, στη μιλιά, στα δέντρα και στις ακρογιαλιές. Εκείνο που ξέρω είναι πως και στα δυο νησιά μας οι αγκαγιές των ανθρώπων είναι μεγάλες και ανοιχτές.

Και χωρούνε τους πρόσφυγες όλου του κόσμου κι αυτό είναι το καλό!

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο