γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Το νέο βιβλίο του Αντώνη Σφαλή, από τις Εκδόσεις Άλφα Πι,
παρουσιάστηκε την Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018, στο Cine Κήπος
Επιτρέψτε μου να αρχίσω αυτή την κριτική προσέγγιση στο βιβλίο του Αντώνη Σφαλή με έναν τρόπο κάπως ανορθόδοξο αλλά στο μουντιαλικό – ποδοσφαιρικό κλίμα των ημερών.
Ο Σεσάρ Λουίς Μενότι, προπονητής της Εθνικής Αργεντινής που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 είχε κάποτε πει «Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι εξαπάτησης. Υπάρχουν δύο τρόποι για να εξαπατήσεις τον αντίπαλο. Η ταχύτητα και η τεχνική». Βρήκα αυτή την αναφορά στο εξαιρετικό «Ιστολόγιο του Ρογήρου» αναζητείστε το στο διαδίκτυο, και τη βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα.
Δεν ξέρω αν ο Αντώνης είχε αυτή την ποδοσφαιρική ρήση στο μυαλό του όταν έδινε τίτλο στο βιβλίο του, το πιθανότερο είναι όχι, αλλά βρίσκω την αναφορά πολύ ταιριαστή.
Το «παιχνίδι της εξαπάτησης» λοιπόν έχει αυτά τα δυο στοιχεία.
Οι εννιά ιστορίες του βιβλίου διακρίνονται για το στοιχείο, ας το πούμε, της ταχύτητας. Μικρές ιστορίες με σφιχτό ρυθμό, που αιφνιδιάζουν τον αναγνώστη. Ανατροπές που γίνονται απροσδόκητα, εκεί που δεν τις περιμένεις. Σε ένα από τα πιο επιτυχημένα διηγήματα του βιβλίου το «Μια ελιά» ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται από μια ιστορία που υποσκάπτει τον εαυτό της, εγκυμονεί την ανατροπή που έρχεται στο τέλος. Τα πράγματα δεν είναι όπως έχουν περιγραφεί από το συγγραφέα, είναι διαφορετικά. Τα πρόσωπα δεν είναι αυτά που φαίνονται. Αλλά αφού έχουν καλλιεργηθεί μεθοδικά βεβαιότητες στον αναγνώστη με μιας οι βεβαιότητες παύουν να ισχύουν. Κι αυτό το παιχνίδι, γιατί για παιχνίδι του αφηγητή με τον αναγνώστη πρόκειται, είναι ξεχωριστό και γοητευτικό.
Εδώ, κατά την άποψή μου, κάνει την εμφάνιση του το στοιχείο της τεχνικής. Ο αιφνιδιασμός, το απρόοπτο, το απροσδόκητο, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις ιστορίες του Σφαλή, δεν μπορούν να λειτουργήσουν αν ο αφηγητής δεν έχει προετοιμάσει προσεκτικά το έδαφος πάνω στο οποίο θα συμβούν. Κι αυτό ακριβώς καταφέρνει ο συγγραφέας. Τα πρόσωπα και τα σκηνικά στήνονται με αδρές γραμμές, αλλά λειτουργούν. Κι εδώ πρέπει να πω ότι φαίνεται ξεκάθαρα η θεατρική προϊστορία του συγγραφέα. Τόσο στην προετοιμασία της σκηνής, όσο και περισσότερο στους διαλόγους. Γνωρίζω, από εμπειρία, ότι μια από τις πιο δύσκολες στιγμές στη διαδρομή της αφήγησης είναι το στήσιμο των διαλόγων. Που πρέπει να είναι καίριοι και λειτουργικοί, να ενσωματώνονται στο κείμενο, να είναι όχι αληθοφανείς αλλά αληθινοί. Αυτό το στοίχημα σε μεγάλο βαθμό το κερδίζει ο αφηγητής στο «Παιχνίδι της εξαπάτησης». Σε μια από τις ιστορίες του βιβλίου που προτιμώ το διήγημα που ανοίγει το βιβλίο με τίτλο «Δείγμα Δωρεάν» είναι μέσα από τον συνεχή διάλογο, ερωτήσεις και απαντήσεις με το δικό τους καταιγιστικό ρυθμό , ρυθμό που παρακολουθεί «αγχωμένα» ο αναγνώστης, που στήνεται το σκηνικό της μεγάλης παρεξήγησης που θα ξεκλειδώσει τελικά τα πώς και τα γιατί της ιστορίας.
Ένα κοινό στοιχείο που διατρέχει όλα τα αφηγήματα του βιβλίου είναι ο προβληματισμός, ο παιγνιώδης προβληματισμός, πάνω σε ταυτότητες και ρόλους. Οι ήρωες και οι ηρωίδες, συνεχώς αναμετριούνται με την ταυτότητά τους, με το ποιοι και ποιες είναι, ποιοι και ποιες θα ήθελαν να είναι, ποιοι και ποιές βλέπουν οι άλλοι ότι είναι. Και το γήπεδο στο οποίο εξελίσσεται αυτός ο συνεχής επαναπροσδιορισμός είναι σε όλες τις περιπτώσεις το ερωτικό παιχνίδι. Καθόλου υπαινικτικά, αλλά ξεκάθαρα και χωρίς μισόλογα. Είναι το παιχνίδι όπου οι πρωταγωνιστές κι οι πρωταγωνίστριες του βιβλίου βλέπουν τα όριά τους και συχνά τα ξεπερνάνε.
Ταυτόχρονα το βάρος πέφτει στους ρόλους. Στους ρόλους που είναι καθορισμένοι, αλλά αμφισβητήσιμοι. Οι ρόλοι υποσκάπτονται, μεταβάλλονται. Οι ήρωες κι οι ηρωίδες του βιβλίου αντιδρούν, αισθάνονται πιεσμένοι από τα όρια τους. Στην «Έκλειψη» ένα από τα διηγήματα του βιβλίου, η εκπαιδευτικός ηρωίδα της ιστορίας βρίσκεται αντιμέτωπη με τον καθορισμένο ρόλο της και όσα της υπαγορεύει. Είναι αυτός ο διχασμός που τελικά δίνει το ρυθμό και τα επίδικα της ιστορίας.
Ένα ακόμα στοιχείο που έχει ενδιαφέρον, είναι τα σύνορα ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Αυτά τα σύνορα διαρκώς αμφισβητούνται διαρκώς παραβιάζονται. Σε ένα από τα διηγήματα με τίτλο «Μπάμπης», η πραγματικότητα μοιάζει ρευστή και αβέβαιη. Ούτε η ηρωίδα, ούτε φυσικά κι ο αναγνώστης, γνωρίζουν αν η ερωτική πράξη στο επίκεντρο της ιστορίας έχει συντελεστεί στ’ αλήθεια ή μόνο φαντασιακά. Και ο αφηγητής εντέχνως καλλιεργεί αυτή την αμφιβολία, δεν δίνει εύκολες λύσεις και απαντήσεις.
Κλείνω επιστρέφοντας από εκεί που ξεκίνησα, το στοιχείο του παιχνιδιού. Στην τελευταία ιστορία του βιβλίου, το «Μοιραίο Ημερολόγιο», γραμμένο με τη μορφή ημερολογιακών σημειώσεων, που άνετα μπορούν να αποδοθούν ως θεατρικός μονόλογος, το στοιχείο αυτό είναι κυρίαρχο. Ο Σφαλής στήνει με κάθε λεπτομέρεια ένα σκηνικό ερωτικού πόθου, σεξουαλικής πείνας, εγκλωβισμού, μοναξιάς και αφόρητης ζέστης. Στήνει μεθοδικά, με φαινομενικά αυθόρμητες αλλά στο βάθος πολύ δουλεμένες κινήσεις, ένα σκηνικό σκοτεινής ίντριγκας με τραγική κατάληξη. Κι όμως αυτό το σκηνικό ανατρέπεται θεαματικά στις τελευταίες σελίδες για να αποδειχτεί ότι η πραγματικότητα είναι τελικά πολύ πιο πονηρή από τη μυθοπλασία.
Όχι τυχαία το «Μοιραίο Ημερολόγιο» κλείνει το βιβλίο, είναι η τελευταία γεύση που μένει στον αναγνώστη. Αλλά ας ξεκαθαρίσουμε κάτι που υπαινίχθηκα στην αρχή. Είναι ο αναγνώστης αντίπαλος; Θα έλεγα ότι είναι απλά συμμέτοχος στο παιχνίδι. Πρόθυμος να «εξαπατηθεί» στο λαβύρινθο της αφήγησης. Και μάλιστα να ευχαριστηθεί, να απολαύσει αυτή την εξαπάτησή του!
Ίσως γιατί μέσα από τη διαδρομή των εννιά διαφορετικών ιστοριών, με τρόπο επίμονο, ο συγγραφέας μας κλείνει πονηρά το μάτι: «όλα τελικά είναι ένα παιχνίδι».