Καρσί από της μανής έμενε η θεία η Αντρονίκη και τη θυμάσαι από τότε που έχεις μνημονικό. Μαύρα ρούχα, μαύρη μαντήλα τυλιγμένη στο πρόσωπο της, οτρές απάνω στη ρόμπα της, στην ποδιά της ύφασμα, κλωστή και βελόνα… Με τούτη τη βελόνα εμεγάλωσενε τους δυό της γιούς, σαν την επαράτησενε ο άντρας της ο αχαΐρευτος κι ήφυε δια παντός, μ’ ευτή τη βελόνα τους επάντρεψενε… Αγέννητη ήσουνε σαν ήχασενε τον πρώτο της μα θα’ σουνε πέντε χρονώ σαν ήχασενε και τον άλλο της… 33 χρονώ κι οι δυό, αφήκανε γυναίκες κι ορφανά, Μάρτη μήνα ο ένας, μεγαλοβδομάδα ο άλλος…
Μέσα στα μάτια σου είναι η μαύρη ρίγα που ’χενε βάψει όξω το σπίτι, το μαύρο πανί που ’χενε σκεπάσει τον καθρέφτη, τη μαύρη μπουγάδα που άπλωνενε, τις φωτογραφίες και το καντηλάκι, τα μοιρολόγια της, τα κλάμματά της είναι στ’ αυτιά σου… Η βότα της ήτανε μια… πρωί βράδυ, κάθε μέρα κι εποχή στο νεκροταφείο… «Όσο με αγαντάρουνε τα ποδάρια μου θα πηαίνω στους γιούς μου» ήλεγενε στη μανή… Την εσυμπονούσενε, την εσεβούντανε, την αγαπούσενε η γιαγιά τη θεία την Αντρονίκη κι εσύ κι όλο το χωριό… ένα χωριό που ’χανε αθρώπους του από ναυάγια κι αρρώστιες δις την ώρα… Ορφανή από μάνα, υπηρέτρια στην Αθήνα στα 10 της… Εκαθούντανε στο σκαλί της και στην μπροστέλα της είχενε λιχουδιές που τις εμοίραζενε σ’ όποιο παιδάκι ορφανό επέρναγενε για να πα στο σχογιό… Ε καμένη θεία…
Ήβρες φωτογραφίες της από αθρώπους δικούς της και την είδες χωρίς τη μαύρη μαγουλίκα της όπως ποτέ δεν την είχες δει… χαρούμενη και χαμογελαστή με τα εγγόνια της αγκαλιά, μέχρι η ζωή να της τα φέρει και πάλι όλα πίκουπα και σκέβεσαι και λές πως η ζωή της ήταν όλη μια Μεγάλη Παρασκευή και πως για τούτη τη μάνα ανάσταση εν έγινε ποτέ…